-
1 ἰδιό-χειρος
ἰδιό-χειρος, eigenhändig; τὸ ἰδιόχειρον, Originalhandschrift, Sp.; auch ἰδιοχείρως ὑπογράψαι.
-
2 ἰδιόχειρος
ἰδιό-χειρος, eigenhändig; τὸ ἰδιόχειρον, Originalhandschrift
См. также в других словарях:
ἰδιόχειρον — ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc sg ἰδιόχειρος autographed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόχειρος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ ιδιόχειρος, ον) αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη») νεοελλ. φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται μσν. το ουδ. ως … Dictionary of Greek